- μιλτίτης
- μιλτ-ίτης [ῑτ], ου, ὁ, fem. ῖτις,A of the nature of μίλτος, Plin.HN 36.147.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιλτίτης — μιλτίτης, ό, θηλ. μιλτῑτις, ίτιδος (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής μίλτου ή αυτός που έχει κατασκευαστεί από μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. ίτης (πρβλ. αιματ ίτης)] … Dictionary of Greek